συναληθεύοντα

συναληθεύοντα
συναληθεύω
to be true together
pres part act neut nom/voc/acc pl
συναληθεύω
to be true together
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναληθεύω — ΝΜΑ (λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.) μσν. λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”